- ἀγλαόγυιος
- ἀγλᾰόγυιος, ον1 with beautiful limbs
ἀγλαόγυιον Ἥβαν N. 7.4
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀγλαόγυιον Ἥβαν N. 7.4
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
αγλαόγυιος — ἀγλαόγυιος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία τα μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + γυῖον] … Dictionary of Greek
ἀγλαόγυιον — ἀγλαόγυιος beautiful limbed masc/fem acc sg ἀγλαόγυιος beautiful limbed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγλαός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γεωργός από την Ψωφίδα της Αρκαδίας. To Μαντείο των Δελφών τον ανακήρυξε ευτυχέστερο από τον πάμπλουτο βασιλιά των Λυδών Κροίσο, γιατί ενώ όλη του η περιουσία ήταν ένα μικρό χωράφι, ζούσε ευτυχισμένος από τα προϊόντα… … Dictionary of Greek
γυίον — γυῑον, το (Α) 1. μέλος τού σώματος 2. χέρι 3. ολόκληρο το σώμα 4. πληθ. γυῑα, τα α) τα μέλη τού σώματος («γυῑα λέλυντο», «τρόμος, κάματος λάβε γυῑα») β) τα χέρια 5. φρ. α) «γυῑα ποδῶν» τα πόδια β) «μητρός γυῑα» η μήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική… … Dictionary of Greek